Δεν άρχισε απλά και ήμερα. Ξεκίνησε με φόρα. Έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο λες και το βέλος του έρωτα τους ένωσε κυριολεκτικά, σχεδόν βίαια.
Δεν ήξεραν πού πήγαιναν, αν υπήρχε προορισμός. Για τους εραστές υπάρχει μόνο το τώρα και το ύστερα που γίνεται κι αυτό τώρα. Η μόνη ώρα που μετράει είναι η ώρα της επαφής. Τα φιλιά, τα χάδια, η ένωση, η κορύφωση, η εξουθενωμένη αγκαλιά.
Και ξαφνικά ξύπνησαν κι ήταν χειμώνας. Ήταν κακοκαιρία και χαλασμός. Δεν ήταν πια καλοκαίρι, έρωτας και μήνας του μέλιτος. Έκλεισαν για μια στιγμή τα μάτια τους κι ο έρωτας χάθηκε.
Δεν έφυγε, απλά χάθηκε. Σίγουρα κάπου μέσα στο σπίτι τριγύριζε, ώρες ώρες νόμιζες ότι θα ξετρυπώσει με ένα πεταχτό φιλί και θα τους ρίξει πάλι στο κρεβάτι, θα τους ξυπνήσει από το λήθαργο.
Νόμιζες πως ένα από αυτά τα πρωινά που ξυπνάνε βιαστικοί θα σταθούν και θα αναρωτηθούν: “Ποιοι είμαστε;”
Πού πήγαν οι εικοσάρηδες που μόνο χρειάζονταν πίτσες και προφυλακτικά; Τώρα τα πιάτα, η δουλειά, το φαγητό - με το κινητό στο χέρι αντί πιρούνι. Αυτή ήταν η ζωή τους.
Ίσως τη διάλεξαν, ίσως όχι. Κάπου στη διαδρομή απλά ξέχασαν τις προτεραιότητές τους.
Πλήρωσες το ρεύμα; Έχει φαΐ ή να παραγγείλουμε; Μην ξεχάσεις τα σκουπίδια. Βγαίνω, μην περιμένεις. Πού είναι η ζώνη μου; Έχεις ψιλά για το περίπτερο; Θέλω παγωτό.
Τα κοκτέιλ τους τα ήπιαν. Τώρα είναι η ώρα για κονιάκ.
Μικρή ιστορία της Ερωφίλης Πατεράκη, 2022
Περισσότερες ιστορίες: