Πριν πέντε χρόνια η ζωή μου ήταν πολύ διαφορετική, αλλά κατά έναν τρόπο ήταν κάπως παρόμοια με τώρα. Αυτό σκέφτομαι καθώς περπατάω μες τη βροχή να πάω για καφέ μόνη μου πριν τη δουλειά. Δεν ήθελα να κάτσω σπίτι. Νιώθω ότι θα χαράμιζα αυτές τις δυόμιση ώρες αντί να τις χρησιμοποιήσω, ακόμα και με τον πιο απλό τρόπο να πάω για ένα καφέ.
Μου θύμισε το Facebook χτες την εσωτερική μου πάλη πριν πέντε χρόνια. Φιλοσοφούσα κι έγραφα ότι δεν είναι ένα πράγμα ο σκοπός ή το νόημα της ζωής. Είναι σε πολλά μικρά και μεγάλα πράγματα που θα βρεις σκοπό και τελικά ευτυχία. Και παρόλο που πάλευα μέσα μου, δεν αφηνόμουν. Ήξερα ότι αν αφεθώ θα πέσω και θα πέσω βαθιά. Και μπορεί να δυσκολευόμουν να βρω κάτι μεγάλο και άξιο να μου δώσει σκοπό στη ζωή μου, όμως από τα μικρά καταλάβαινα ότι έχω ακόμα ζωή μέσα μου. Το καταλάβαινα όταν ένα τραγούδι με ξυπνούσε και ένιωθα πράγματα. Όταν επέλεγα να πάω μόνη για καφέ αντί να κάτσω σπίτι όπου ήξερα ότι θα γίνω έρμαιο και θύμα των αρνητικών μου σκέψεων.
Έβγαινα λοιπόν για καφέ. Μόνη μου. Με ένα βιβλίο που ποτέ δε διάβαζα. Συνήθως κατέληγα να μιλάω με την αδερφή μου για όλη τη διάρκεια του καφέ και πολλές φορές παράγγελνα και δεύτερο για να μιλήσουμε κι άλλο. Και ναι, δεν ήμουν καθόλου καλά. Ένιωθα πολύ άσχημα. Αλλά εκεί στην καφετέρια, έξω στον κόσμο, ξέφευγα από την αρρώστια του μυαλού μου. Τη βούβαινε η μουσική της καφετέριας, η φωνή της αδερφής μου, τα αμάξια του δρόμου, τα γέλια της διπλανής παρέας. Όχι, δεν λέω ότι τη σταματούσαν, αλλά τη βούβαιναν αρκετά ώστε να σκεφτώ για λίγο ανεπηρέαστα. Να σκεφτώ κάτι πέρα από το ρεπερτόριο της κατάθλιψης. Κι ας κατέληγα το βράδυ μόνη με τις σκέψεις μου, κουκουλωμένη απ’ την κορφή ως τις φτέρνες με αυτό το πάπλωμα, ξεχνώντας ότι η επίθεση θα γίνει εκ των έσω.
Φαστ φόρουαρντ πέντε χρόνια μετά, ξυπνάω στις εφτά έτσι από μόνη μου –πριν κανένα μήνα αναρωτιόμουν πώς ξυπνάνε κάποιοι χωρίς ξυπνητήρι το πρωί, τώρα ξέρω, το μυστικό είναι να πηγαίνεις νωρίς για ύπνο και να συνηθίσεις τον οργανισμό σου να ξυπνάει νωρίς και τελικά κάποια στιγμή το πρώτο φως της μέρας θα σε ξυπνάει καλύτερα και πιο απαλά από κάθε ξυπνητήρι– και λέω «Υπέροχα, ας σηκωθώ να ξεκινήσω αυτήν την όμορφη μέρα». Πάω στην κουζίνα, γίνεται λίγο χαμούλης από χτες αλλά τι να κάνουμε. Κοιτάω έξω, βρέχει –χελόου, στην Αγγλία μένεις, το περίεργο θα ήταν να μην έβρεχε. «Ακόμα καλύτερα, που λέει κι ένας φίλος του μπαμπά μου, θα πλύνω τα πιάτα μου χωρίς να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είμαι έξω στον ήλιο». Πλένω τα πιάτα λοιπόν, τρώω πρωινό, έχω δυόμιση ώρες πριν να πρέπει να φύγω για τη δουλειά. Τι δουλειά ρωτάτε; Σε καφετέρια, οποία τύχη.
Μπαίνω στο αμάξι, μου χαμογελάω στον καθρέπτη και τον ξανα-ισιώνω. Σήμερα θα είναι μια όμορφη μέρα. Να θυμάμαι να χαμογελάω. Βάζω μπροστά –ελέγχω καθρέπτες– και φύγαμε!
Μου θύμισε το Facebook χτες την εσωτερική μου πάλη πριν πέντε χρόνια. Φιλοσοφούσα κι έγραφα ότι δεν είναι ένα πράγμα ο σκοπός ή το νόημα της ζωής. Είναι σε πολλά μικρά και μεγάλα πράγματα που θα βρεις σκοπό και τελικά ευτυχία. Και παρόλο που πάλευα μέσα μου, δεν αφηνόμουν. Ήξερα ότι αν αφεθώ θα πέσω και θα πέσω βαθιά. Και μπορεί να δυσκολευόμουν να βρω κάτι μεγάλο και άξιο να μου δώσει σκοπό στη ζωή μου, όμως από τα μικρά καταλάβαινα ότι έχω ακόμα ζωή μέσα μου. Το καταλάβαινα όταν ένα τραγούδι με ξυπνούσε και ένιωθα πράγματα. Όταν επέλεγα να πάω μόνη για καφέ αντί να κάτσω σπίτι όπου ήξερα ότι θα γίνω έρμαιο και θύμα των αρνητικών μου σκέψεων.
Έβγαινα λοιπόν για καφέ. Μόνη μου. Με ένα βιβλίο που ποτέ δε διάβαζα. Συνήθως κατέληγα να μιλάω με την αδερφή μου για όλη τη διάρκεια του καφέ και πολλές φορές παράγγελνα και δεύτερο για να μιλήσουμε κι άλλο. Και ναι, δεν ήμουν καθόλου καλά. Ένιωθα πολύ άσχημα. Αλλά εκεί στην καφετέρια, έξω στον κόσμο, ξέφευγα από την αρρώστια του μυαλού μου. Τη βούβαινε η μουσική της καφετέριας, η φωνή της αδερφής μου, τα αμάξια του δρόμου, τα γέλια της διπλανής παρέας. Όχι, δεν λέω ότι τη σταματούσαν, αλλά τη βούβαιναν αρκετά ώστε να σκεφτώ για λίγο ανεπηρέαστα. Να σκεφτώ κάτι πέρα από το ρεπερτόριο της κατάθλιψης. Κι ας κατέληγα το βράδυ μόνη με τις σκέψεις μου, κουκουλωμένη απ’ την κορφή ως τις φτέρνες με αυτό το πάπλωμα, ξεχνώντας ότι η επίθεση θα γίνει εκ των έσω.
Φαστ φόρουαρντ πέντε χρόνια μετά, ξυπνάω στις εφτά έτσι από μόνη μου –πριν κανένα μήνα αναρωτιόμουν πώς ξυπνάνε κάποιοι χωρίς ξυπνητήρι το πρωί, τώρα ξέρω, το μυστικό είναι να πηγαίνεις νωρίς για ύπνο και να συνηθίσεις τον οργανισμό σου να ξυπνάει νωρίς και τελικά κάποια στιγμή το πρώτο φως της μέρας θα σε ξυπνάει καλύτερα και πιο απαλά από κάθε ξυπνητήρι– και λέω «Υπέροχα, ας σηκωθώ να ξεκινήσω αυτήν την όμορφη μέρα». Πάω στην κουζίνα, γίνεται λίγο χαμούλης από χτες αλλά τι να κάνουμε. Κοιτάω έξω, βρέχει –χελόου, στην Αγγλία μένεις, το περίεργο θα ήταν να μην έβρεχε. «Ακόμα καλύτερα, που λέει κι ένας φίλος του μπαμπά μου, θα πλύνω τα πιάτα μου χωρίς να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είμαι έξω στον ήλιο». Πλένω τα πιάτα λοιπόν, τρώω πρωινό, έχω δυόμιση ώρες πριν να πρέπει να φύγω για τη δουλειά. Τι δουλειά ρωτάτε; Σε καφετέρια, οποία τύχη.
Μπαίνω στο αμάξι, μου χαμογελάω στον καθρέπτη και τον ξανα-ισιώνω. Σήμερα θα είναι μια όμορφη μέρα. Να θυμάμαι να χαμογελάω. Βάζω μπροστά –ελέγχω καθρέπτες– και φύγαμε!
Είσαι τυχερή που η ζωή σου έχει γίνει καλύτερη, και που ξεπέρασες αυτό το δύσκολο κομμάτι που βίωσες. Εύχομαι στα επόμενα πέντε να είσαι ακόμα καλύτερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλκηστη
Σ'ευχαριστώ πολύ Άλκηστη! Θέλει πολύ προσπάθεια καυ υπομονή ακόμα κι όταν δεν βλέπεις τη λύση για να συνεχίσεις προς την σωστή κατεύθυνση αλλά σίγουρα η τύχη βοηθάει. Χαίρομαι που πέντε χρόνια μετά μπορώ να πω ότι η κατάθλιψη είναι στο παρελθόν ενώ άλλοι άνθρωποι χάνουν δεκαετίες ολόκληρες στο βωμό της.
Διαγραφή