Μαρίνο, δεν βρίσκω άκρη....

Μαρίνο, δεν βρίσκω άκρη....

Δεν ξέρω αν σου άρεσε η αν μισούσες το καραόκε. Και έκλαψα χτες  βράδυ, γιατί τώρα δεν πρόκειται να μάθω ποτέ.

Ξέρω ότι έφτιαξες την πρώτη σου κιθάρα γύρω στα δεκαπέντε. Ότι έχεις σπουδάσει υποκριτική και μου είχε φανεί φοβερό και τρομερό που είχα συγγενή ηθοποιό. Ξέρω πως οδηγούσες ένα  ασημένιο γλυκούλι Σιτροέν από τότε που σε θυμάμαι κι ότι ήσουν πολύ ενημερωμένος σε θέματα τεχνολογίας. Ούτε εφτά χρονών δεν ήμουνα τότε που εσύ είχες κινητό κι έτρεχες στους λόφους και στα βουναλάκια του χωριού να βρεις σήμα με την Panafon, στο κινητό με το πορτάκι και την κεραία που έμπαινε κι έβγαινε, τότε που εμείς είχαμε ακόμα το σταθερό με τα κυκλάκια, που βάζεις μέσα το δάχτυλό σου για να τραβήξεις τον αριθμό.


Αλλά δεν ήσουν απλά γνωστός μου. Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι είσαι ξάδερφός μου μέχρι που ανακάλυψα –και σοκαρίστηκα- ότι είσαι ξάδερφος της μαμάς μου. Ξέρω ότι για ακόμα περισσότερα χρόνια νόμιζα ότι είσαι γύρω στα δεκαπέντε χρόνια νεότερος από ό,τι πραγματικά ήσουν. Και πάλι σοκαρίστηκα, αλλά μου το επιβεβάιωσε η μαμά μου, και η θεία μου, και η άλλη θεία μου.

Ξέρω ότι εσύ μου έμαθες μουσική. Κι αν και δεν φαίνεσαι από αυτή την ιστορία ο πιο φοβερός δάσκαλος, αφού εικοσιέξι χρονών πια κι ακόμα δεν ξέρω να μεταφέρω μια μελωδία του μυαλού μου σε νότες στο χαρτί, παρόλα αυτά ισχύει. Ήταν γύρω στο 1997, τότε μου αγόρασε ο μπαμπάς το μαντολίνο. Άρα θα ήταν το καλοκαίρι του ’97, που ήρθες στο χωριό και μου έφερες μια παρτιτούρα με το «Αγάπη  που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» -όποτε το ακούω λιώνω. Πάνω το πεντάγραμμο, από κάτω οι στροφές με τα λόγια. Το είχα, τσακισμένο στα τέσσερα, για χρόνια μαζί με τα συμπράγκαλα της μουσικής μου. Το είχα. Όπως είχα κι εσένα.
Ερωφίλη Πατεράκη συγγραφέας



Ξέρω ότι δεν ξέρεις τι είναι τα ακτινίδια. Το ανακάλυψα –και επίσης σοκαρίστηκα, γιατί πώς γίνεται να τα ξέρω εγώ που είμαι εννιά και να μην τα ξέρεις εσύ που είσαι… πόσο, τριάντα πέντε; Τριάντα οχτώ;;- όταν η μαμά σου ζήτησε να της πάρεις μερικά αφού πήγαινες στο σούπερ μάρκετ. Έτσι με έστειλε μαζί σου, να σου δείξω τα τρομερά ακτινίδια γιατί όπως επίσης ξέρω, ήσουν πολύ ντροπαλός, και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ρωτήσεις τον μαγαζάτορα «ποια είναι τα ακτινίδια παρακαλώ;».

Δεν ξέρω αν σου άρεσε γενικά ο Λουδοβίκος των Ανωγείων ή αν ήσουν από αυτούς που τους τη δίνει επειδή ψιθυρίζει. Ξέρω όμως ότι σου άρεσει ένα του τραγούδι πάρα πολύ. ‘’Ποιο το χρώμα της αγάπης, ποιος θα μου το βρει; Να ‘ναι κόκκινο σαν ήλιος θα καίει σαν φωτιά. Κίτρινο σαν το φεγγάρι , θα ‘χει μοναξιά...’’ Δεν ξέρω αν είχες μοναξιά. Ξέρω ότι σου άρεσε η παρέα, και σου άρεσε και η ησυχία.


Ξέρω ότι δεν σ’ έβλεπα να τρως πολύ συχνά, και σοκαρίστηκα ξανά όταν σε είδα να τρως δυο τοστ και μισό κουτί γεμιστά Παπαδοπούλου στην καθισιά σου. Συν μια κούπα γάλα. Ξέρω ότι σου αρέσουν τα αβγά με μπέικον, ξέρεις να μαγειρεύεις φασολάκια και λατρεύεις το παστίτσιο. Αυτά σε έχω δει να τα τρως με τα μάτια μου. Για άλλα δεν ξέρω. Α, και μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα.
Δεν ξέρω αν αυτά που ξέρω αρκούνε. Αν είναι αρκετά για με θεωρήσει κάποιος κοντινό σου άνθρωπο. Αλλά εγώ σε θεωρώ και σε θεωρούσα πάντα δικό μου άνθρωπο. Από τότε που ήμουν εφτά χρονών και μου τσιμπούσες το μάγουλο και με πίκαρες, κι έκανα ότι θυμώνω αλλά στην πραγματικότητα χαιρόμουνα που έπαιζες μαζί μου.

 Όταν μου είπαν πως έφυγες έβαλα τα κλαμματα και δεν μπορούσα να σταματήσω για μια βδομάδα. Και τώρα που γράφω αυτά τα λόγια κλαίω, αν ήταν χαρτί θα έβλεπες τις στάμπες. Τώρα απλά μουσκεύω τα ρούχα μου κι αυτό το ξένο πληκτρολόγιο που δανείστηκα, γιατί το λάπτοπ μου έχει χαλάσει και δεν είσαι εδώ να μου το φτιάξεις. Ξέρω ότι μάλλον κι εσύ με θεωρούσες λίγο δικό σου άνθρωπο, αλλιώς δε θα καθόσουν με τις ώρες να σουλουπώνεις τα τραγούδια μου, να μου φτιάχνεις το λάπτοπ κάθε δυο μήνες, να μου δείχνεις εις μάτην τις σκάλες στην κιθάρα, να ηχογραφείς τα άθλια τραγούδια μου, που μέσα από την ενορχήστρωσή σου ακούγονταν υποφερτά. Να πηγαίνεις για μπάνια στο Σκούρο και ποδηλατάδες στη Δέρματο γιατί εγώ βαριόμουν. Να αγοράζεις έξτρα παγωτά από το Λιντλ γιατί ερχόμουν εγώ και σου τα έτρωγα. Σε θυμάμαι που καθόσουν έξω μια μέρα που ήρθα, καύσωνας, 37 βαθμοί από το πρωί, κι ότι κι είχες ανοίξει ένα ξυλάκι παγωτό όταν μπήκα στην αυλή σου. ‘’Στην κατάψυξη έχει, άμα θες πήγαινε πάρε.’’ Στην αρχή έκανα δήθεν την ντροπιάρα, μετά πήγαινα μόνη μου κάθε φορά κι άνοιγα το ψυγείο.

Δεν ξέρω αν μπορείς να μου απαντήσεις τις απορίες μου. Και ναι, το ξέρω ότι έχεις φύγει, μη βλέπεις που τα χω χάσει λίγο με τους χρόνους, μια Αόριστο, μια Ενεστώτα, μια τον μεσοβέζικο τον Παρακείμενο. Απλά ο νους μου δε λέει να το χωρέσει ότι δε θα σε ξαναδώ. Περνάω από την αυλή σου, με τη μεγάλη μουριά. Πότε κλαδεμένη, πότε φορτωμένη φύλλα, σκιερή. Και σχεδόν σε βλέπω, να κάθεσαι στην κούνια, να ‘χεις τον Λένιν στα πόδια σου και να του δίνεις χάδια, να περνάς το μεγάλο σου νύχι στη ραχοκοκκαλιά του. Τις προάλλες κατέβαινα στο Καστρί κι είδα σ’ ένα χωράφι καθώς περνούσα μια γάτα. Μου φάνηκε πως φορούσε λουρί και σταμάτησα το αμάξι στην άκρη να βεβαιωθώ, μήπως ήταν ο Λένιν. Μου είπαν κάπου στο χωριό γυρίζει αλλά δεν τον είδα.

Όχι ότι εκεί που είσαι θα ‘χεις πρόσβαση σε υπολογιστή και wi-fi, αλλά αν με κάποιο υπερκόσμιο τρόπο βλέπεις αυτά που γράφω, έλα στο όνειρό μου, φέρε την κιθάρα σου, να κάτσουμε να παίξουμε δυο τραγούδια ίσα ίσα. Πρώτα Λουδοβίκο, ‘’Ποιο το χρώμα της αγάπης’’. Κι έπειτα, ‘’Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι, κάποτε μου ‘δινες μόνο τη χαρά. Μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ, δεν βρίσκω άκρη, δεν βρίσκω γιατρειά’’.

Άθελά σου, δεν είναι κατηγόρια, αλλά τώρα, κάθε φορά με πνίγει η σκέψη σου στο δάκρυ.


Να με περιμένεις. 


4 Σχόλια

  1. Ειλικρινά χαίρομαι που είχα την τιμή να γνωρίσω και εσένα Ερωφιλη και τον θείο σου τον Μαρίνο. Σπάνια συναντάς τόσο γνήσιους ανθρώπους κι εσύ είσαι πολύ τυχερή που το έζησες αυτό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ, Μαρία! Έχεις δίκιο, ήταν πραγματικά γνήσιος άνθρωπος!

      Διαγραφή
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη Παλαιότερη
Some text.